Δημοτική Κοινότητα Σκύδρας

Τ.Κ ΑΡΣΕΝΙ

Ανατολικά του όρους Βέρμιο και σε απόσταση 6 χιλιομέτρων από τους πρόποδες του βρίσκεται το χωριό Αρσένιον. Απέχει από την κωμόπολη της Σκύδρας 6 χιλιόμετρα αποτελώντας με άλλα 13 χωριά, τον Δήμο Σκύδρας και 25 χιλιόμετρα από την Έδεσσα. Ο πληθυσμός του χωριού ανέρχεται στους 2.000 κατοίκους περίπου. Κύρια ασχολία των κατοίκων του χωριού είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Στις δύο τελευταίες δεκαετίες το Αρσένι παρουσίασε αξιοσημείωτη πρόοδο στον τομέα των κατασκευαστικών μονάδων γεωργικών μηχανημάτων, στον τομέα αυτόματων αρδευτικών συστημάτων και στην κατασκευή καλοριφέρ θέρμανσης.
 

Το χωριό πήρε το όνομα του από τον Επίσκοπο Αρσένιο. Ο Επίσκοπος έδωσε το όνομα της επισκοπικής έδρας στο χωριό Επισκοπή και το δικό του όνομα στον οικισμό Αρσένιο, δεδομένου ότι υπαγόταν εκκλησιαστικώς στην ίδια Επισκοπική Περιφέρεια. Βέβαια ο οικισμός βρισκόταν επί τουρκοκρατίας σε άλλη θέση, νοτιοδυτικά και σε απόσταση 1-2 χιλιόμετρα από το σημερινό χωριό. Μαρτυρία για τη θέση του παλαιού οικισμού αποτελούν τα κεραμίδια και οι πέτρες που βρίσκονται μέχρι σήμερα στον τόπο όπου ήταν εγκατεστημένοι οι πρώτοι κάτοικοι του σημερινού Αρσενίου. Αυτές τις πέτρες χρησιμοποίησαν σαν οικοδομικό υλικό για την κατασκευή των σπιτιών τους στη νέα τοποθεσία.
Δίπλα από κανάλι έγινε γνωστός κατά τη δεκαετία του 1960 αρχαιολογικός χώρος. Πρόκειται για επίπεδη θέση στην πεδιάδα 1 χιλιόμετρο ανατολικά από το χωριό, πλάι σε χωματόδρομο και αρδευτικό κανάλι (η θέση σήμερα καλλιεργείται). Τον Ιούλιο του 1997 ξεκίνησε στη θέση αυτή αρχαιολογική ανασκαφή, η οποία έφερε στο φως ίχνη από έναν νεολιθικό οικισμό. Βρέθηκαν δηλαδή τοίχοι από κάποια οικοδομήματα του οικισμού, αγγεία ολόκληρα και κομματιασμένα που χρονολογούνται γύρω στο 4700-4800 π.Χ. Βρέθηκαν επίσης και άλλα διακοσμημένα και πιο απλά όστρακα, κεραμικά και οστά, ειδώλια, εργαλεία υφαντικής και οστέινα εργαλεία. Οι περιορισμένες ανασκαφές στο χώρο δεν επέτρεψαν στους αρχαιολόγους να σχηματίσουν μια ολοκληρωμένη άποψη για τον προϊστορικό αυτό οικισμό. Εκτιμούν όμως ότι τελικά καταστράφηκε από πυρκαγιά, πάντα κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής και της πρώιμης εποχής του χαλκού.
Ένα από τα δείγματα που πραγματικά εντυπωσιάζει στο σύγχρονο χωριό είναι η παλιά εκκλησία των αγίων Παρασκευής και Παντελεήμονος η οποία έχει κτιστεί το 1857! Οι εργασίες διατήρησης, αναπαλαίωσης και διαμόρφωσης έχουν αναδείξει ένα θρησκευτικό ναό που είναι «διαμάντι» και αποτελεί με την παρουσία του το επίκεντρο ενδιαφέροντος για κάθε επισκέπτη που θα έρθει στο χωριό να προσκυνήσει αλλά και να θαυμάσει αυτό το αριστούργημα. Η εκκλησία έχει δυο εισόδους, μια δυτική και μια νότια. Στην πύλη της νότιας πλευράς, δεξιά και αριστερά, υπάρχουν σχεδία αρχαίων επιγραφών που έχουν τοποθετηθεί εκεί κατά το χτίσιμο της εκκλησίας το 1857, εικάζεται δε ότι ήταν από αρχαίο ναό της θέας Αρτέμιδος που προφανώς ήταν χτισμένος εκεί κοντά. Στην ίδια πύλη υπάρχει από την εσωτερική πλευρά κτητορική επιγραφή που αναφέρεται στην ονομασία του ναού.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας στο μικρό χωριό Αρσένιο δεν λειτουργούσε Ελληνικό Σχολείο, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουν οι ντόπιοι κάτοικοι την Ελληνική Γλώσσα. Μιλούσαν όμως την Τουρκική, διότι ζούσαν και εργάζονταν με τους Τούρκους στην υπηρεσία του Τούρκου Μπέη. Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912-13 με τους Βαλκανικούς πολέμους και με την ήττα των Τούρκων και την εκδίωξη τους, η πολιτεία άρχισε να ιδρύει Νηπιαγωγεία και Δημοτικά Σχολεία. Άρχισε να εκπαιδεύει δασκάλους και νηπιαγωγούς για σύντομο χρονικό διάστημα, για να τους αποστείλει σε χωριά εντοπίων (και προσφύγων αργότερα), με σκοπό να μάθουν γραφή και ανάγνωση. Το Δημοτικό Σχολείο Αρσενίου άρχισε τη λειτουργία του από το 1916, επειδή όμως δεν υπήρχε διδακτήριο στεγαζόταν σε διάφορα δωμάτια σπιτιών του χωριού, το ενοίκιο των οποίων πλήρωναν, άλλοτε οι κάτοικοι και άλλοτε η Κοινότητα.
Μέχρι το 1920 στο χωριό κατοικούσαν 20 οικογένειες εντοπίων και λίγες οικογένειες Τούρκων οι οποίες σχεδόν όλες με το καθεστώς της ανταλλαγής των πληθυσμών με τη μικρασιατική καταστροφή το 1922 το εγκατέλειψαν. Στον οικισμό ήρθαν προσφυγές από τη Μικρά Ασία (από το χωριό Καρά Νταγ της επαρχίας Κυζικού του νομού Προύσας) και την Κωνσταντινούπολη, Πόντιοι του Καυκάσου(από το χωριό του Τουρκεσόν της επαρχίας Αρταχαν του νομού Καρς) και ακολούθησαν οι Θρακιώτες (από το χωριό Νεοχώρι του νομού Καλλίπολης Ανατολικής Θράκης), οι Πόντιοι Απεσλήδες, από 22 χωριά του Απές του νομού Σεβάστειας. Η ιστορία έδειξε ότι ο εγκλιματισμός των νέων κατοίκων έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα και επέτρεψε στο νεοσύστατο χωριό να αποκτήσει μια ομοιογενή πληθυσμιακή εικόνα. Οι κάτοικοι του οικισμού Αρσενίου δραστηριοποιούνται σιγά σε όλους τους τομείς και παρουσιάζουν δείγματα δουλειάς που γίνονται διαχρονικά και αιώνια.

Οι παλαιοί κάτοικοι του Αρσενίου, ντόπιοι και πρόσφυγες, γνωρίζουν ότι το 1925 τοποθετήθηκε από την Νομαρχία Πέλλας η πρώτη νηπιαγωγός ηλικίας μόλις 16 ετών. Η διδασκαλία των μαθημάτων γινόταν σε ένα δίπατο τούρκικο σπίτι, πίσω από το δυτικό μέρος του ναού του Αγίου Παντελεήμονα. Στον επάνω όροφο του οικήματος κατοικούσε η νεαρή νηπιαγωγός και στο ισόγειο στεγαζόταν το νηπιαγωγείο, πρόχειρο και φυσικά χωρίς μέσα διδασκαλίας. Στο μεταξύ, το κράτος μερίμνησε κι έκτισε το πέτρινο διδακτήριο το έτος 1929, σε τύπο διαθέσιου σχολείου. Από την αρχή της λειτουργίας του, φοιτούσαν σ' αυτό, αγόρια και κορίτσια. Ο μέσος όρος των μαθητών κατά τη διάρκεια των δεκαετιών '40- '50 (κάποιες χρονιές δεν λειτούργησε το σχολείο) ανέρχεται σε 150. Το έτος 1952 προστέθηκε στο αρχικό πέτρινο κτίριο και τρίτη αίθουσα, ενώ τα έτη 1962-64 μέσα στο προαύλιο του Σχολείου κτίστηκε νέο διδακτήριο τύπου διαθέσιου.
Κατά το σχολικό έτος 1956-57 στο χωριό λειτούργησε Διτάξιο Νυκτερινό Δημοτικό Σχολείο αρρένων και θηλέων. Επειδή αρκετά παιδιά δεν τέλειωσαν το Δημοτικό Σχολείο και έπρεπε να πάρουν απολυτήριο, το Υπουργείο Παιδείας δημιούργησε Νυκτερινά Σχολεία. Έτσι και στο Αρσένιο λειτούργησε Νυκτερινό Δημοτικό Σχολείο με συνολικό αριθμό μαθητών 70.
Από το 2000 άρχισε να λειτουργεί Κ.Δ.Α.Π., μια νέα υπηρεσία, με σκοπό να εξυπηρετεί το παιδί, τη μητέρα και την οικογένεια. Είναι πρόγραμμα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που υλοποιείται από την Δημοτική Επιχείρηση Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΔΕΤΑ).

 

Τ.Κ ΔΑΦΝΗ

Η Δάφνη είναι χωριό του Νομού Πέλλας και από το 1999 δημοτικό διαμέρισμα του δήμου Σκύδρας. Βρίσκεται βορειοδυτικά της Σκύδρας σε απόσταση 9 χιλιομέτρων περίπου. Το χωριό είναι χτισμένο στο κέντρο του νομού ανάμεσα στα βουνά Βόρας, Βέρμιο και Πάικο. Οι κάτοικοι είναι στην πλειοψηφία τους πρόσφυγες Πόντιοι οι οποίοι ήρθαν το 1923-1924 από τη Μικρά Ασία. Στον τόπο που συναντούμε σήμερα το χωριό, ζούσε ένας τσιφλικάς, ο οποίος θέλοντας να εξασφαλίσει μεγαλύτερη ασφάλεια για τα υπάρχοντα του προσέλαβε σαν βοηθό του ένα από τους πόντιους που είχαν φτάσει στην περιοχή. Ο πόντιος ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του εργοδότη του κι έτσι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην περιοχή. Όταν τα πράγματα πια αποκαταστάθηκαν και η ηρεμία επικράτησε ξανά στην περιοχή, ο μικρός τσοπάνης δέχτηκε την επίσκεψη του αδελφού του, Ιωάννη Θεοδωρίδη. Εκείνος κατάλαβε αμέσως ότι το μέρος αυτό ταίριαζε στις απαιτήσεις του και των συγχωριανών του. Ενημέρωσε λοιπόν τους υπόλοιπους για την ευφορία, τη γονιμότητα και την καταλληλότητα του εδάφους και αμέσως πήραν την απόφαση για την εγκατάσταση στο μέρος αυτό. Οι πρόγονοι των σημερινών κατοίκων Δάφνης κατοικούσαν στο χωριό Κερεζλι της επαρχίας Καπαζαρ του νομού Νικομήδειας της Μικρας Ασίας(σημερινό Ισμιτ). Το Κιρεζλι κατοικούνταν από πολλές ελληνικές οικογένειες και ήταν χωρισμένο σε 6 μαχαλάδες και είχε μια εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και δυο παρεκκλήσια του αγίου Γεωργίου και του Αγίου Χαράλαμπου. Το παρεκκλήσι του αγίου Χαράλαμπου ανιστορήθηκε και είναι ο σημερινός ιερός ναός της Δάφνης όπου εκκλησιάζονται οι κάτοικοι. Είχε μονοτάξιο δημοτικό σχολείο και οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία και κτηνοτροφία. Στα 1920 οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό, εκτέλεσαν αρκετούς άντρες και στη συνέχεια το έκαψαν. Όσοι κάτοικοι κατόρθωσαν να κρυφτούν στα γύρω δάση γλίτωσαν, ενώ τους άλλους τους έκαψαν ζωντανούς μέσα στα σπίτια τους. Οι κρυμμένοι στα δάση σώθηκαν από τον καπετάν Βαγγέλη που τους οδήγησε έπειτα από πολυήμερη πορεία στην περιοχή Καραβόνι Νικομήδειας όπου στάθμευαν μονάδες του ελληνικού στρατού και από εκεί ήρθαν στην Ελλάδα στα 1921. Αυτά γράφει για την παλιά πατρίδα το Κιρεζλι η εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού εκδόσεις Μαλλιάρης-παιδεία. Στο Κιρεζλι οι πρόγονοι των σημερινών κατοίκων της Δάφνης είχαν τη δική τους ιδιαίτερη ιστορία. Η προέλευση τους έχει σχέση με το χωριό Κορονιξα της Τραπεζούντας το όποιο εγκαταλείπουν στα 1840 λόγω χαλεπών καιρών και εγκαθίστανται στην περιοχή Κωτυωρων Φατσας και ιδιαίτερα στο χωριό Μπουλαμαν όπου παραμένουν περίπου 40 χρόνια.
 

Η ζωή στο Μπουλαμάν
Στο Μπουλαμάν ζουν δύσκολα. Έχουν λίγα χωράφια και αυτά άγονα. Για να επιζήσουν νοικιάζουν αναγκαστικά τσιφλίκια των Τούρκων αγάδων. Ο αφέντης Τούρκος είναι συχνά σκληρός και άδικος. Αφήνει τακτικά τα κοπάδια του μέσα στα χωράφια των Ρωμιών. Το γεγονός αυτό προκαλεί προστριβές μεταξύ των Ρωμιών και των στυγνών αφεντάδων. Η κατάσταση συνεχίζεται αφόρητη μέχρι τα 1880.Τοτε ξεσπά η αγανακτισμένη ψυχή του ράγια ανάμεσα στους Πόντιους καλλιεργητές και τους Τούρκους τσοπάνηδες ξεσπά αγρία συμπλοκή. Έτσι, αρχίζει ένας εξοντωτικός διωγμός των Ρωμιών που αναγκάζονται να οπλιστούν και να πάρουν τα βουνά. Οι Οθωμανικές αρχές τους επικηρύσσουν. Η κατάληξη είναι να συνθηκολογήσουν με εντιμότατους όμως όρους αλλά οι τουρκικές αρχές εξαγοράζονται με χρηματισμό. Χορηγούν αμνηστία στους εξεγερθέντες Ρωμιούς. Αποφασιστικό ρολό παίζει ο νομάρχης της Σαμψούντας από συμπάθεια προς τους Έλληνες. Όμως η αμνηστευθέντες δεν μπορούν πια να συμβιώσουν με τους Τούρκους. Η ζωή τους κάθε μέρα κινδυνεύει ιδιαίτερα από τα άτακτα στίφη του κατακτητή. Γι αυτό 100 οικογένειες στα 1880 εγκαταλείπουν τη γη του Πόντου και αφού πορεύονται μέρες ολόκληρες περνούν τα σύνορα του Πόντου και μπαίνουν στο νομό Νικομήδειας. Εγκαθίστανται στην Επαρχία Αταπαζάρ όπου παραμένουν μέχρι το 1922. Εδώ στη νέα πατρίδα, την περιοχή Καυκάσου, η οποία είναι ορεινή, εκχερσώνουν τον τόπο και τον μετατρέπουν σε γόνιμο έδαφος. Χτίζουν ξύλινα σπίτια, εκκλησίες και σχολεία. Έτσι, ο τόπος μετατρέπεται σε αληθινό παράδεισο με την καλλιέργεια της γης και τις επιδόσεις των κατοίκων στα γράμματα, τις τέχνες και το εμπόριο. Όταν ο ελληνικός στρατός φτάνει στον Σαγγάριο ποταμό οι κάτοικοι του Αταπαζάρ αψηφούν κάθε κίνδυνο και οργανώνουν ένοπλη αντίσταση κατά του Τούρκου δυνάστη. Όμως μετά τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής ο αγώνας των Ποντίων του Αταπαζάρ πνίγεται στο αίμα. Βαρύς είναι ο φόρος αίματος για τους προγόνους της Δάφνης που κατοικούν στο Κιραζλι. Με χίλια μύρια προβλήματα έγινε η εγκατάσταση των πρόγονων των κατοίκων της Δάφνης στην Ελλάδα.

 

Η Δάφνη αρχικά ονομαζόταν Γρόπα επειδή οι δύο οικογένειες που κατοικούσαν στο χωριό ονομάζονταν Γροπαλιδες. Αργότερα όμως με την άφιξη των ποντίων στην περιοχή οι πρώτοι κάτοικοι αποχώρησαν κι έτσι το χωριό άλλαξε όνομα. Ήταν ένας τόπος γεμάτος νερά, υγρασία και ελονοσία. Όταν φτιάχτηκαν τα κανάλια με έργα του 1928 και αποξηράνθηκε η λίμνη με τη δημιουργία του Λουδία, το χωριό σώθηκε. Στη συνεχεία άλλαξε όνομα και ονομάστηκε Βαλτολίβαδο. Αργότερα, το υπουργείο Εσωτερικών ζήτησε να μπει ένα όνομα χωρίς πολλές συλλαβές και δόθηκε το σημερινό όνομα Δάφνη. Το χωριό στη σημερινή του μορφή βρίσκεται στο κέντρο εύφορων χωραφιών και χαρακτηρίζεται από τα γραφικά όμορφα σπιτάκια. Συμφωνά με την τελευταία απογραφή, το χωριό αριθμεί περίπου 800 κατοίκους. Αξίζει να σημειωθεί πως το χωριό είναι το νεότερο σε ηλικία από όλα τα χωριά της περιοχής και μάλιστα του Νομού Πέλλας.
 

Τ.Κ ΚΑΛΥΒΙΑ

Δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Σκύδρας από τα μεγαλύτερα σε πληθυσμό. Ο οικισμός συνδέεται με τον πρώην Δήμο Μεγάλου Αλεξάνδρου, με την Κρύα Βρύση, το Άσπρο και τη Δάφνη.
Τα Καλύβια Νομού Πέλλας κατοικήθηκαν γύρω στα 1900. Μέχρι τότε στην περιοχή κατοικούσαν Τούρκοι στρατιώτες (ήταν στρατόπεδο τσεκων-τσερκεζων). Οι πρώτοι κάτοικοι είναι γηγενείς Μακεδόνες από τα γύρω χωριά την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα. Το μέρος που είναι σήμερα κτισμένα τα Καλύβια τότε ήταν περιοχή με «τούμπες», δηλαδή ήταν ψηλό μέρος χωρίς νερό και γι αυτό επιλέχτηκε από τους γηγενείς κατοίκους της γύρω περιοχής. Οι περισσότεροι ήταν ψαράδες στη λίμνη των Γιαννιτσών, η οποία έφτανε μέχρι το σημερινό χωριό Λιπαρό. Από τις καλύβες των ψαράδων πήρε το όνομά του το χωριό. Έφτιαχναν δηλαδή τις κατοικίες τους με πλήθια και την οροφή με ξύλα και νεροχορτα από το βάλτο. Το 1913-14 εγκαθίστανται στα Καλύβια οικογένειες κτηνοτρόφων Βλάχων από τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου αλλά κυρίως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαθίστανται στα Καλύβια Ανατολικοθρακιώτες ΄Ελληνες από τη χερσόνησο της Καλλίπολης οι οποίοι κουβαλούν μαζί τους μια βαριά κληρονομιά κι έναν εξίσου αξιόλογο πολιτισμό μ' αυτό των εντοπίων και των βλάχων κατοίκων των Καλυβίων. Το 1934 έρχονται και βλάχοι από το χωριό Αητομηλίτσα (Ντένισκο) της Κόνιτσας. Το χωριό μεγαλώνει ...Στη δεκαετία του 1970 μετοικούν στα Καλύβια και ορισμένες οικογένειες βλάχων από τον ΄Αγιο Γερμανό και την ευρύτερη περιοχή των Πρεσπών. Σήμερα οι βλάχικες οικογένειες είναι περίπου 105 (35 με καταγωγή από τα Μεγάλα Λειβάδια, 30 περίπου ήρθαν από την Αετομηλίτσα Ιωαννίνων και περίπου 40 από την Ήπειρο.
Στις 07/02/1922 αναγνωρίστηκε η κοινότητα Βαλτων που δημιουργήθηκε από τη συνένωση των χωριών Ακρολιμνης και Καλυβιων με έδρα τα Εσωβαλτα. Τα Καλυβια αποτελούσαν πια οικισμό της νέας κοινότητας. Ο συνοικισμός Καλυβιων αναγνωρίστηκε σαν αυτοτελής κοινότητα και αποσπάστηκε στις 18/12/1954(ΦΕΚ.Α19) από την κοινότητα Βάλτων.

Σήμερα η κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η γεωργία και λιγότερο η κτηνοτροφία. Το χωριό σήμερα είναι ένας σύγχρονος οικισμός με ρυμοτομία, ασφαλτοστρωμένους δρόμους, πλατείες, πάρκα, παιδικό σταθμό, δημοτικό σχολείο, νηπιαγωγείο, ΚΑΠΗ, ποδοσφαιρική ομάδα τον Απόλλωνα Καλυβίων, Αγροτικό συνεταιρισμό και αγροτικό σύλλογο και πολλά ιδιωτικά μαγαζιά για την εξυπηρέτηση του πληθυσμού καθώς και δυο πολιτιστικούς συλλόγους (Αμύντας-Βλάχων).
 

Τ.Κ ΛΙΠΟΧΩΡΙ

Το χωριό φαίνεται να υπάρχει από το 1700. Μαρτυρίες γι αυτό έχουμε από τους γέροντες του χωριού αλλά και από έναν Τούρκο παλιό κάτοικο που επισκέφθηκε το χωριό το 1970. Αρχικά λοιπόν ήταν χωρισμένο σε 3 διαφορετικά σημεία (Τούμπα, Καλέμι, Καραγάτσι) λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη σημερινή του θέση. Αυτό πρέπει να είναι αλήθεια γιατί ακόμη και σήμερα υπάρχουν ερείπια από τους παλιούς οικισμούς. Το όνομα του ήταν αρχικά Αλεποχώρι και από παραφθορά της λέξης κατέληξε να λέγεται Λιποχώρι. Το 1912 με την απελευθέρωση στο χωριό υπήρχαν 60 οικογένειες Τούρκων και 30 χριστιανών ντόπιων. Προύχοντες ήταν 5 Τούρκοι μπέηδες. Σχολείο υπήρχε μόνο τουρκικό και δίπλα του το τζαμί. Εκκλησία χριστιανική υπήρχε και υπάρχει η ίδια μέχρι και σήμερα. Μετά το 1912 αρχίζει να λειτουργεί το ελληνικό στοιχείο με 25 μαθητές και πρώτο δάσκαλο το Στέφανο Βασιλειάδη. Το κτήριο έχει κάνει δωρεά ο Ρασίτ, ένας από τους μπέηδες του χωριού. Το 1914 έρχονται στο χωριό πρόσφυγες από τη Θράκη οι οποίοι φεύγουν όμως το 1920 λόγω επιδημίας χολέρας για να ξαναγυρίσουν το 1922.Το 1923 έρχονται Πόντιοι πρόσφυγες ενώ το 1924 με την ανταλλαγή χριστιανών και μουσουλμάνων, οι τελευταίοι φεύγουν. Το 1928 αρχίζουν να χτίζουν το καινούριο τους σχολείο και παράλληλα ιδρύουν τον πρώτο τους συνεταιρισμό.
 

Το 1930 το χωριό με 600 κατοίκους αποκτά τη δική του κοινότητα. Μέχρι τότε μαζί με τα Σεβαστειανά και το Μαυροβούνι ανήκε στην κοινότητα της Σκύδρας που υπήρχε από το 1918. Το πρώτο κοινοτικό συμβούλιο ήταν πενταμελές, μεταξύ αυτών ήταν και ο πρόεδρος Παπαδόπουλος Αγαθάγγελος και σύμβουλοι Νικολαιδης Νικόλαος και Κραζιντανης Δημήτριος. Το 1935 τελειώνει το χτίσιμο του σχολείου και αρχίζει να λειτουργεί ενώ συγχρόνως λύνεται το πρόβλημα του νερού με την κατασκευή αρτεσιανών. Το 1936 με τη δικτατορία του Μεταξά διαλύεται ο συνεταιρισμός, κλείνει το μαγαζί χάνοντας και τα μηχανήματα. Το 1940 το χωριό βγάζει τον πρώτο επιστήμονα, τον δάσκαλο Αραμπατζοπουλο Γ. ενώ ο Σασαρίδης Κωνσταντίνος και η Νικολαιδου Ε. καταφέρνουν να τελειώσουν τη Γεωπονία και την Ιατρική. Το 1940 έχει αρχίσει ο πόλεμος και στο χωριό φιλοξενούνται πάνω από 100 οικογένειες που έχουν έρθει από τη Δράμα και αρκετές οικογένειες από το Μάνδαλο, λόγω των Γερμανών και των Βουλγάρων. Την ίδια χρονιά ο στρατός ανατινάζει τη Γέφυρα της Τάφρου 66 για να εμποδίσει την προέλαση των Γερμανών ενώ το χωριό έχει πάθει σοβαρές ζημιές. Το 1944 το χωριό πασχίζει να ξαναβρεί τους ρυθμούς του ενώ γίνονται προσπάθειες να επαναλειτουργήσει ο Συνεταιρισμός. Δεν περνά όμως ένας χρόνος και με την έναρξη του εμφυλίου όλα διαλύονται. Από το 1951 ο συνεταιρισμός αρχίζει να ξαναλειτουργεί αγοράζοντας ακόμη και τρακτέρ το όποιο ήταν το μοναδικό στην περιοχή.

Το 1974 μετά τη μεταπολίτευση ξαναλειτουργεί ο συνεταιρισμός και όλοι οι παραγωγοί γίνονται μέλη αυτού. Από το χωριό περνά η περιφερειακή τάφρος. Η τάφρος αυτή έγινε με σκοπό να μαζέψει τα νερά που προέρχονται από το λεκανοπέδιο της Αλμωπίας και τα νερά του Εδεσσαίου. Η μελέτη έγινε το 1928. Προέβλεψε ο μελετητής την τεχνητή λίμνη και τον υπερχειλιστήρα σε απόσταση 5 χιλιομέτρων προς την Καλή. Το έργο άρχισε το 1932 και τελείωσε το 1934. Σωστή η μελέτη όπως και σωστή ήταν η δουλειά που έγινε, όπως προβλέπεται να γίνεται καθαρισμός ανά 5 χρόνια γιατί το φράγμα ενισχύεται και με τα νερά της Αραβυσσού. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανύπαρκτη συντήρηση και τα νερά από το φράγμα της ΔΕΗ στον Άγρα είχαν σαν αποτέλεσμα τη μεγάλη πλημμύρα του 1979.Το χωριό είχε πάθει τις μεγαλύτερες ζημιές. Σπίτια καταστράφηκαν ολοσχερώς, οι δρόμοι του χωριού επίσης όπως και όλοι οι δρόμοι οι αγροτικοί. Πολλά κτήματα με δενδροκαλλιέργειες καταστράφηκαν, ζώα πνίγηκαν, ανυπολόγιστες ήταν οι ζημιές σε όλο το χωριό, το όποιο πήγε 50 χρόνια πίσω. Η οκταετία από το 1980 έως το 1988 ήταν χρόνια ανοικοδόμησης του χωριού. Οι υλικές ζημιές έχουν σχεδόν αποκατασταθεί. Τα σπίτια ξαναχτισθήκαν, το οικονομικό πρόβλημα αρχίζει να ξεπερνιέται. Χάρη στον τότε δραστήριο και αξιόλογο πρόεδρο της κοινότητας κύριο Ανδρεάδη Γεώργιο, το χωριό αλλάζει όψη. Ασφαλτοστρώθηκαν όλοι οι δρόμοι του χωριού, το δίκτυο ύδρευσης αποκαταστάθηκε, χαλικοστρώθηκαν όλοι οι αγροτικοί δρόμοι και το κυριότερο από όλα ήταν το μόνο χωριό στην περιοχή που έκανε κοινοτικές πομώνες και αρδεύτηκαν 2500 στέμματα με υπόγεια δίκτυα. Αυτό ανακούφισε αφάνταστα τους κατοίκους του χωριού γιατί το πρόβλημα με την άρδευση ήταν πολύ σοβαρό. Οι παραγωγές αυξηθήκαν κατακόρυφα με αποτέλεσμα να ανακουφιστούν οι κάτοικοι οικονομικά. Το 1988 με απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου έγινε η συγχώνευση με τις κοινότητες Σκύδρας, Μαυροβουνίου, Νέας Ζωής, Ριζού και Σεβαστειανών για τη δημιουργία νέου δήμου με την επωνυμία Δήμος Σκύδρας. Το 1998 στον παλιό δήμο συγχωνεύονται και οι κοινότητες Δάφνης-Καλυβίων- Άσπρου-Αρσενίου-Πετριάς, μαζί με τους οικισμούς Πλεύρωμα, Λουτροχώρι και Λιποχώρι που έχει τη μορφή ενός μεγάλου δήμου στο Νομό Πέλλας.
 

Τ.Κ ΠΕΤΡΙΑ

Το χωριό βρίσκεται δυτικά του νομού και είναι το τελευταίο χωριό προς το νόμο Ημαθιας.Βορεια και δυτικά δεσπόζει ο ορεινός όγκος του Βερμίου, ενώ βόρεια και ανατολικά σε μεγαλύτερη απόσταση φαίνονται οι οροσειρές του Βορρα, της Τζενας και του Παικου.Στα ανατολικά και στα νότια απλώνεται ο καταπράσινος κάμπος των Γιαννιτσών μέχρι το Θερμαϊκό κόλπο.
Το χωριό έχει υψόμετρο 50 μέτρα και παλιά ονομαζόταν Κάμενικ, δηλαδή πέτρα. Πράγματι, όλη η περιοχή ήταν πεδινή και βαλτώδης και φαίνεται σα να ύψωσε κάποιος ένα πέτρινο λόφο που δέσποζε πανοραμικά και επόπτευε τα πάντα χωρίς κανένα οπτικό εμπόδιο. Έγινε προσπάθεια να ονομαστεί Πετραία το 1954 αλλά δεν επικράτησε στον κόσμο παρά την επίμονη της Δημοσίας Διοίκησης.

 

Οι ρίζες της Πετριάς είναι ταυτόσημες με αυτές της αρχαίας Σκύδρας και ξεκινούν από τον 5ο η 6ο αιώνα και γεωγραφικά τοποθετούνται στη σημερινή Ρουντινα. Γρήγορα η πόλη μεγάλωνε και κατέλαβε όλο το λόφο γνωρίζοντας γρήγορη ακμή και πρόοδο. Φυσικό όμως στο διάβα πολλών χρόνων είναι να έρθει η παρακμή και η καταστροφή από διάφορους επιδρομείς με τους πιο ισχυρούς τους Τούρκους, οι οποίοι κατακτούν την περιοχή γύρω στο 1371 μ.Χ. επί βασιλείας του Τούρκου σουλτάνου Μουρατ Α. Ηταν φυσικό οι κάτοικοι να σκορπίσουν κατά ομάδες στη γύρω περιοχη. Μια τέτοια ομάδα εγκαταλείποντας το μεγάλο λόφο της Ρουντινας εγκαταστάθηκε στο μικρό λόφο που ονομάστηκε Κάμενικ, διότι ήταν μια πέτρινη προεξοχή μέσα σε μικρή και βαλτώδη έκταση.
 

Η συμπεριφορά των Τούρκων κατακτητών όσο περνούσε ο χρόνος γινόταν πιο ελαχιστικη και οι ντόπιοι κάτοικοι άρχισαν να έχουν περισσότερα προνόμια σε αντίθεση με αφρικανικές φυλές, κυρίως Αιγυπτιακές, που ήταν πιο υπηρετικό και χειρωνακτικό προσωπικό. Έτσι γύρω στο 1800 μ.Χ. αποκτούν περισσότερες ελευθέριες και τους επιτρέπεται να κτίσουν την πρώτη τους εκκλησία του Αγίου Γεωργιου.Οι κάτοικοι παρά την συνεχή κατοχή των Τούρκων και τους όποιους περιορισμούς, δεν έχασαν τη θρησκεία και την ελληνικότητα τους. Για το χωριό Καμενικ αναφερεταιο Γάλλος περιηγητής Ντελακουλανς το 1858 και το τοποθετεί νότια των Βοδενων. Λίγο αργότερα ο γραμματέας του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Έδεσσας, Πλαταριδης Δημήτριος το 1874, επισκέπτεται τα χωριά του Καζα επαρχίας Βοδενών και καταγράφει τα προβλήματα τους, τα οποία μετέφερε στη Διοίκηση Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη, για επίλυση.
 

Ενώ όμως περνούσαν τα χρόνια όπως προαναφέραμε χαλάρωνε την υποτακτική συμπεριφορά ο Τούρκος, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε αμέσως η Βουλγαρία. Έτσι στα 1870 η βουλγαρική εκκλησία φεύγει από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και οι Βούλγαροι αποκτούν Εξαρχια..Πλυμμηριζουν τις πόλεις και τα χωριά της Μακεδονίας με παπάδες και δάσκαλους οι οποίοι για 30 χρόνια ειρηνικά και ύπουλα στην αρχή, προσπάθησαν να εκβουλγαρισουν τη Μακεδονια.Βλεποντας όμως το λαό να μένει πιστός στη λατρεία και στο ελληνικό του φρόνημα το 1903 περνά στη βία των οπλων.Μαλιστα στις βόρειες περιοχές κηρύττουν την επανάσταση Ιλιντεν, καίγοντας ελληνικά χωριά, τρομοκρατώντας και εξοντώνοντας Έλληνες κυρίως παπάδες και δάσκαλους με τους γνωστούς κομιτατζηδες.Ετσι αρχίζει ο Μακεδονικός αγώνας που τελειώνει το 1908 με ελληνική επικράτηση. Η περιοχή του Κάμενικ βρίσκεται στην κάρδια των γεγονότων, όπως αναφέρει η Πηνελόπη Δέλτα στο βιβλίο της Τα μυστικά του βάλτου, εννοώντας τη λίμνη των Γιαννιτσών. Για άλλη μια φορά δεν πετυχαινουν τα σχέδια των Βουλγάρων. Δυστυχώς όμως ξαναπροσπάθησαν στο δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο το 1913 με πλήρη αποτυχία στις μάχες του Κιλκίς και του Λαχανά. Οριστικά η απελευθέρωση του χωριού γίνεται στις 17 Οκτώβριου 1912 από μια διμοιρία στρατιωτών προερχόμενοι από τη Βέροια, η οποία απελευθερώνει το Κάμενικ και το Βέρτικοπ (Σκύδρα).

Η συμμετοχη των κατοίκων του χωριού σε εθνικούς αγώνες συμπεραίνεται ότι αρχίζει από τον μακεδονικό αγώνα χωρίς να υπάρχουν επίσημα στοιχειά. Η επίσημη καταγραφή των στοιχείων εμφανίζεται στον Α Παγκόσμιο πόλεμο και τη μικρασιατική καταστροφη.Στο Μακεδονικό αγώνα 1904-1908 σίγουρα το χωριό έχει τη δική του συμμέτοχη αφού συνορεύει με τη λίμνη των Γιαννιτσών. Ο περισσότερος ντόπιος πληθυσμός έδειξε απαραμμιλο πατριωτισμό και είχε συμμέτοχη στον αγώνα. Υπήρξαν βεβαία και ελάχιστοι οι οποίοι παραπλανήθηκαν από τις παχυλές υποσχέσεις των Βουλγάρων και έδειξαν δειλία. Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία για το χωριό αυτό εκτός από τη δράση και συμμετοχή του μακεδονομάχου Στουγιαννιδη η Λιλλη Χρήστου. Επίσης δεν υπάρχουν στοιχεία για συμμετοχή των κατοίκων στον Α και Β Βαλκανικό πόλεμο του 1912 και 1913. Στον Α Παγκόσμιο πόλεμο που άρχισε το 1914 και τελείωσε το 1918 υπάρχει συμμετοχή όπου αναφέρονται και θύματα τα ονόματα των όποιων αναγράφονται στο ηρώων του χωριού, που με υπερηφάνεια σε κάθε εθνική γιορτή λέγονταν ποιήματα και γίνονταν κατάθεση στεφάνων όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα. Ο Οκτώβριος του 1940 βρήκε τους Πετριωτες σε πατριωτική έξαρση και απόφαση να τρέξουν στο κάλεσμα της πατρίδος, στην πρώτη γραμμή άμυνας για την τιμή και την ακεραιότητα της χώρας. Από κάθε γειτονιά του χωριού μας με κάθε μέσω και με ενθουσιασμό έτρεξαν τα παλικάρια της εποχής για να φτάσουν στο μέτωπο. Και στο πλεμο αυτό το χωριό έχει κάποια θύματα και λίγους τραυματίες. Στην αντίσταση κατά των Γερμανών μαζί με τους Έλληνες υπήρχαν και πολλοί σύμμαχοι διότι ο αγώνας ήταν δύσκολος και ο πόλεμος παγκόσμιος. Τον Απρίλιο του 1941 μια ομάδα Νεοζηλανδων στρατιωτών βρέθηκε στην περιοχή της Πετριάς αποκομμένη από τις άλλες συμμαχικές δυνάμεις Άγγλων και Αυστραλών. Ο κίνδυνος να συλληφθουν από τους Γερμανούς ήταν ορατός όποτε ζήτησαν περίθαλψη και πληροφορίες για τις κινήσεις των Γερμανών. Οι Πετριωτες με προθυμία έκρυψαν τους Νεοζηλανδους στρατιώτες, τους πρόσφεραν με κίνδυνο της ζωής τους στέγη και τροφη.Γι πολλές μέρες τους έκρυψαν σε σπίτια και ώσπου κατάφεραν να τους φυγαδεύσουν στη νότια Ελλάδα και από εκεί τη Μέση Ανατολή. Η ομάδα αυτή ανήκε στο δεύτερο εκστρατευτικό σώμα Νεοζλανδων το όποιο επέστρεψα στην πατρίδα του μετά τη λήξη του πολεμου. Ο πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας έστειλε ένα ευχαριστήριο για τη διάσωση προς την κοινότητα Πετριάς.
 

Την άνοιξη του 1941 μέχρι το φθινόπωρο του 1944 η χωρά κατακτάται από τους Γερμανούς. Μέσα σ αυτή την χρονική περίοδο υπήρξαν και έντονες στιγμές έξαρσης των παθών και της οδύνης του διχασμού που έφερε ο εμφύλιος πόλεμος. Πολλά είναι τα ονόματα των ανθρώπων που χάθηκαν αυτή την περίοδο και φυσικά μεταξύ αυτών υπήρχαν και κάποιοι κάτοικοι της Πετριάς.
Το χωριό διατηρούσε, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, σταθμό Χωροφυλακής που αργότερα έγινε σταθμός τάξης και σήμερα δεν υπάρχει καθόλου.

 

Τ.Κ ΛΟΥΤΡΟΧΩΡΙ

Το Λουτροχώρι (αλλιώς Λουτροχώριov ή Μπάνια, ποντιακά: Λουτροχώρ , στο εξωτερικό: Loutrochori) είναι ένα χωριό, οικισμός του Δήμoυ Σκύδρας του νομού Πέλλας στην Μακεδονία. Ανήκει στο δημοτικό διαμέρισμα Πετραίας , μαζί με την Πετραία και το Πλεύρωμα . Κατά την απογραφή του 2001 το Λουτροχώρι είχε 466 κατοίκους. Είναι χτισμένο στους πρόπoδες του όρους Kάμπερ στα όρια τών νoμών Πέλλας και Ημαθίας και έχει μέσο υψόμετρο περίπoυ 90 μέτρα. Το Λουτροχώρι ιδρύθηκε από Πόντιους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη περιοχή στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Άξιο αναφοράς, είναι ότι στο Λουτροχώρι υπάρχουν oι ομώνυμες ιαματικές μεταλλικές πηγές και Λουτρά,οι οποίες είναι πανελληνίως γνωστές για τις ποικιλόμορφες θεραπευτικές τους ιδιότητες. Επίσης, η ποδοσφαιρική ομάδα του τοπικού Αριστοτέλη, κατέχει από τη περίοδο 1990/91 ένα ποδοσφαιρικό ρεκόρ σε εθνικό επίπεδο, καθώς είναι το μικρότερο πληθυσμιακά χωριό της Ελλάδας, που η ομάδα του κατάφερε να αγωνιστεί στην Δ΄ Εθνική.
 

Η ευρύτερη περιοχή του Λουτροχωρίου ήταν κατοικημένη από την αρχαιότητα. Κατά παράθεση γνωμών των αρχαίων ιστορικών διαπιστώνεται ότι η περιοχή ήταν γνωστή κυρίως για τα ύδατα και τα λουτρά της.
Τα αρχαία Λουτρά αποτελούσαν γεωγραφικά, τα κεντρικά Λουτρά της Μακεδονικής Βασιλικής Δυναστείας του Φιλίππου Β' και του Μ. Αλεξάνδρου και βρισκόντουσαν στο κέντρο του τριγώνου Αιγών - Βεργίνας - Πέλλας, των τριών τελευταίων κατά σειρά πρωτευουσών του βόρειου αρχαίου Ελληνικού βασιλείου της Μακεδονίας.
Αργότερα, η περιοχή υπήρξε υπό Ρωμαϊκή (146 π.Χ. - 324), Βυζαντινή (324 - 1430) και Οθωμανική (1430 - 1912) κυριαρχία.
Τυχαία ευρήματα από τα τέλη του 19ου αιώνα, όπως επιγραφές και γλυπτά, έδειξαν ότι στη περιοχή υπήρχαν και κάποιοι τάφοι (στη αρχ. μακεδ. διάλ.:μπάνια) από την αρχαιότητα.
To σημερινό Λουτροχώρι είναι ένα σύγχρονο χωριό με μικρή σχετικά ιστορία καθώς δημιουργήθηκε, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, το 1912/13, μετά τον επιτυχή Μακεδονικό αγώνα και τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου απελευθερώθηκε η ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας από τον Ελληνικό στρατό και ενώθηκε με την υπόλοιπη απελευθερωμένη Ελλάδα.
 

Η εγκατάσταση στη περιοχή των πρώτων Ελλήνων Ποντίων προσφύγων που ίδρυσαν το χωριό, πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη έγινε με την ίδρυση του χωριού το 1912/13, με την ονομασία Μπάνια, από έξι προσφυγικές οικογένειες από την περιοχή του Κάρς (στα τότε σύνορα Ρωσίας - Τουρκίας) του Πόντου, ενώ ακολούθησε τα επόμενα χρόνια μια δεύτερη και μεγαλύτερη σε όγκο εγκατάσταση, που έλαβε χώρα μετά τη γενοκτονία των Ποντίων και με την ανταλλαγή των πληθυσμών της Μικρασιατικής καταστροφής.
Μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1926, έγινε λόγω της σημαντικής αύξησης του πληθυσμού και της επιτακτικής ανάγκης που δημιουργήθηκε από αυτό, η πρώτη ιστορικά επέκταση στο σχέδιο του οικισμού προς τα Βορειοδυτικά και ταυτόχρονα η αλλαγή της επίσημης ονομασίας του σε Λουτροχώριον (από: λουτρό + χωριόν, δηλαδή: χωριό με λουτρά).
Οι πρώτοι Πόντιοι πρόσφυγες όταν ιδρύσανε το χωριό το 1912/13, το ονόμασαν Μπάνια. Σύμφωνα με το ΦΕΚ: 413/1926, το χωριό μετονομάστηκε στις 15 Νοεμβρίου 1926, σε Λουτροχώρι.
 

Σχετικά με τη προηγούμενη ονομασία του χωριού, Μπάνια, υπάρχουν δύο θεωρίες.

  1. Είναι αρχαιοελληνικής μακεδονικής προέλευσης και οφείλεται στα τυχαία ευρήματα που βρέθηκαν στη περιοχή και συγκεκριμένα σε επιγραφές τάφων και γλυπτών στα τέλη του 19ου αιώνα στα βόρεια και βορειοανατολικά του χωριού (επικρατέστερή εκδοχή).
  2. Προέρχεται από την εναλλαγή της αρχαιοελληνικής κοινής: βαλανεῖον, → αρχικά, στο λατινικό: balneum, → μετέπειτα, στο ιταλικό: bagno → και τέλος, στο νεοελληνικό: μπάνιο /πληθ.: μπάνια, δηλαδή λουτρό /πληθ.: λουτρά και οφείλεται στις ομώνυμες ιαματικές πηγές λουτρά ή μπάνια, της περιοχής (λιγότερη πιθανή εκδοχή).

Η σημερινή του ονομασία Λουτροχώρι, συνεπάγεται από τη δεύτερη (2η) παραπάνω θεωρία σε συνδυασμό με τη λέξη χωριό (από: λουτρό + χωριόν, → δηλαδή: χωριό με λουτρά).
 

Τ.Κ ΡΙΖΟ

Το Ριζό βρίσκεται στη Μακεδονία, στα νότια του νομού Πέλλας και ανήκει στο Δήμο Σκύδρας. Απέχει 5 χμ. απ' τη Σκύδρα και 20 χμ. από την Έδεσσα που είναι πρωτεύουσα του νομού. Έχει πληθυσμό 1.081 κατοίκους (απογραφή 2001). Βρίσκεται στο δρόμο Βέροιας – Έδεσσας. Γύρω του βρίσκονται τα χωριά Πετριά, Αρσένι, Λουτροχώρι και Σεβαστιανά. Έχει γόνιμο έδαφος, επειδή βρίσκεται στην πεδιάδα Γιαννιτσών – Θεσσαλονίκης. Στα βορειοανατολικά του έχει το όρος Πάϊκο, στα βορειοδυτικά το όρος Βόρας και στα Δυτικά το όρος Βέρμιο.
 

Για την ονομασία του χωριού υπάρχουν τρεις εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή το Ριζό πήρε το όνομά του, επειδή βρίσκεται στις «ρίζες» του Βερμίου. Η δεύτερη εκδοχή είναι πως ονομάστηκε έτσι, επειδή παλιότερα υπήρχαν στο χωριό μας φυτείες ρυζιού.
Η τρίτη εκδοχή είναι ότι στον Πόντο υπήρχε ένα χωριό που το 'λεγαν Ρίζοβο και, επειδή ήρθαν από κει πρόσφυγες εδώ, ονόμασαν έτσι το χωριό. Όταν ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες, υπήρχαν 3 οικογένειες ντόπιων και 50 οικογένειες ήταν πρόσφυγες. Οι ντόπιοι τους υποδέχτηκαν θερμά και τους έβαλαν να μείνουν στα σπίτια που έμεναν πριν Τούρκοι, τους έδωσαν και σιτάρι να το καλλιεργήσουν. Εκείνα τα χρόνια το σιτάρι το καλλιεργούσαν όπου ήθελαν, γιατί δεν είχαν μοιραστεί ακόμα τα χωράφια.
Μόλις μπόρεσαν να πάρουν κάποια λεφτά, άρχισε ο καθένας να φτιάχνει το δικό του σπίτι με φτωχά υλικά. Οι άνθρωποι πήγαιναν στους βάλτους, έπαιρναν χόρτα που τα 'λεγαν τσούλια, τα 'δεναν κι έφτιαχναν σκεπές για τα σπίτια τους, γιατί τότε δεν έβρισκες εύκολα κεραμίδια. Επειδή πήγαιναν στους βάλτους, κοςλούσαν ελονοσία. Τότε δεν υπήρχαν φάρμακα, για να την καταπολεμήσουν. Γίνονταν καλά μόνο με γιατροσόφια. Τους πασάλειβαν με γιαούρτι και σκόρδο, τους έβαζαν στο βούρκο ή σε παγωμένο νερό στο πηγάδι «μπλαμ πηγάδ» που βρίσκεται πίσω από το συνεταιρισμό. Μερικοί είχαν πεθάνει απ' την ελονοσία.

 

Οι άνθρωποι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και με την κτηνοτροφία. Ο καθένας έπαιρνε όσα στρέμματα ήθελε και τα καλλιεργούσε. Η βορειοδυτική περιοχή ήταν η μόνη που είχε νερό, γι' αυτό και υπήρχαν καλλιέργειες ρυζιού. Το υπόλοιπο χωριό δεν είχε (δεν υπήρχαν αρδευτικά έργα ή γεωτρήσεις) και γι' αυτό εκεί καλλιεργούσαν σιτάρια, σουσάμι, λίγα βαμβάκια και καλαμπόκια. Για τις καλλιέργειες βαμβακιού και καλαμποκιού έπαιρναν νερό από το νερόμυλο που υπήρχε πάνω στο ποτάμι στην άκρη του χωριού.
Πολλοί κάτοικοι ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία. Εξέτρεφαν πρόβατα, βόδια, κατσίκια και αγελάδες. Το ποτάμι την εποχή εκείνη είχε πολλά νερά και πολλά πλατάνια. Στο ποτάμι δεν υπήρχαν γέφυρες, για να περάσουν. Έβαζαν μεγάλες πέτρες και περνούσαν πάνω από αυτές. Δεν υπήρχαν δρόμοι. Τον πρώτο πλακόστρωτο δρόμο τον έφτιαξαν οι Γάλλοι.

 

Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1949) ξεκίνησαν στη βορειοδυτική περιοχή αποξηραντικά και αποστραγγιστικά έργα. Έπαψε σ' αυτή την περιοχή η καλλιέργεια ρυζιού και έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα δέντρα (μηλιές). Επίσης, με την αποξήρανση μειώθηκαν τα κρούσματα ελονοσίας, που παλιότερα ήταν πάρα πολλά, γιατί υπήρχαν πολλά κουνούπια. Άρχισαν να γίνονται αρδευτικά έργα και αργότερα γεωτρήσεις και έτσι υπήρχε νερό για όλα τα κτήματα. Από το 1955 και στα υπόλοιπα κτήματα άρχισε η καλλιέργεια καρποφόρων δέντρων. Μετά το 1960 άρχισε η συστηματική καλλιέργεια των ροδάκινων που είναι η βασική καλλιέργεια σήμερα. Στο ποτάμι, με το πέρασμα του χρόνου, φτιάχτηκαν γέφυρες και ο νερόμυλος γκρεμίστηκε. Το 1952 ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα. Σιγά σιγά άρχισαν να φτιάχνονται δρόμοι και το 1967 – 68 έκανα την εμφάνισή τους τα πρώτα αυτοκίνητα. Άρχισαν να κτίζονται καινούργια σπίτια, πιο σύγχρονα, και το χωριό άρχισε να επεκτείνεται. Λίγα σπίτια έχουν τώρα στάβλους και ζώα. Οι κάτοικοι έπαψαν πια να ασχολούνται με την κτηνοτροφία, εκτός από λίγες εξαιρέσεις.

 

Τ.Κ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΝΑ

Τα Σεβαστειανά του δήμου Σκύδρας είναι ένα μικρό χωριό που παλαιότερα ονομαζόταν Βιγκενη.Ειναι περιπου 75 χλμ βορεια από τη Θεσσαλονικη και 11 χιλιομετρα μακρια από την Εδεσσα. Κατοικούνται από μικρασιάτικες που έχουν έρθει μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922. Μάλιστα το 1928 είχαν 589 κατοίκους. Γρήγορα όμως ξεπέρασαν τις πληγές τους και με την εργατικότητα και το φιλότιμο τους κατάφεραν να φτιάξουν ένα σύγχρονο παράδεισο. Εκτός όμως από αυτούς υπάρχουν και Πόντιοι και ντόπιοι. Οι πρόγονοι των σημερινών Ποντίων κατοικούσαν στην επαρχία του Απες η Επεσιου του νομού Σεβάστειας που περιελάμβανε 21 χωριά και κάτοικοι άλλων χωριών της επαρχίας αυτής έφτιαξαν τα σημερινά Σεβαστειανά. Ουσιαστικά η ζωή του Απες είναι κοινή με ίδια χαρακτηριστικά στοιχεία. Μια μεγάλη ορεινή περιοχή με μεγάλο υψόμετρο γύρω στα 1300 με 1500 μέτρα στις υπώρειες ενός μεγάλου βουνού του Κιοσε Νταγ με ύψος 3577. Τα περισσότερα χωριά του Απες, φτιάχτηκαν μετά την παρακμή των μεταλλείων της Αργυρούπολης ενώ χαρακτηριστικό γεγονός για την περιοχή είναι ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-78 και η επακολουθήσασα συνθήκη του Βερολίνου, όταν πολλοί κάτοικοι έφυγαν τότε από το Απες και εγκαταστάθηκαν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά στο κυβερνείο Καρς του Καυκάσου. Οικογένειες χώρισαν τότε για να ανταμώσουν ξανά μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στην Ελλάδα. Μέσα από τα στοιχεία από το βιβλίο Ιστορία και Λαογραφία Εκκλησιαστικής επαρχίας Κολωνάκια Νικοπόλεως, έκδοση του 1964, οι σημερινοί κάτοικοι των Σεβαστειανών προέρχονται από τα παρακάτω χωριά της επαρχίας Απες.
 

Παζαρ μπελεμ: από την περιοχή αυτή κατέφυγαν στην Ελλάδα 10 οικογένειες στο Ζερβοχώρι Νάουσας, 5 στο Μεσόβουνο Κοζάνης και 5 στο Τριφύλλι Γιαννιτσών. Στα Σεβαστειανά εγκαταστάθηκαν όσοι ήταν με τα επίθετο Παπαδόπουλος και Δουλγερίδης. Ντερέκιοι: οι όποιοι εγκαταστάθηκαν στο Ζερβοχώρι Νάουσας και τα Σεβαστειανά με τα επίθετα Ορφανίδης, Φωτιάδης, Φωστηρόπουλος, Γαιτανίδης. Τσαμλι καλέ: μετά τον εκτοπισμό όσοι επέζησαν εγκαταστάθηκαν στο Αρσένι, Παλιό Μυλότοπο Γιαννιτσών και τα Σεβαστειανά με τα επίθετα, Τσιτλακίδης, Παπαϊωάννου, Λαζαρίδης, Κωστελίδης, Θεοδωρίδης, Ιωαννίδης. Γουρπαγου: όσοι διασώθηκαν με πολλές περιπλανήσεις έφτασαν στο Αγγελοχώρι της Νάουσας ενώ στα Σεβαστειανά εγκαταστάθηκαν οικογένειες με τα επίθετα Μηνασίδης, Τριανταφυλλίδης, Ινεγλης, Κρητίδης, Αρνίδης, Θεόδωρου, Κελεσίδης. Κουλαλι: οι κάτοικοι μετά την ανταλλαγή εγκαταστάθηκαν στα Σεβαστειανά με τα επίθετα Ανδρεάδης, Γρηγοριάδης, Μακρίδης. Βατσούχ: όσοι επέζησαν εγκαταστάθηκαν στο χωριό Κρανιά του δήμου Μενηίδας, ενώ στα Σεβαστειανά εγκαταστάθηκαν οικογένειες με τα επίθετα Σεμερτζίδης, Χατζηγιαννίδης. Αρμουτ-Τσαιρ: οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν και όσοι επέζησαν εγκαταστάθηκαν στα Σεβαστειανά με τα επίθετα Περπερίδης, Παρασκευάς, Λαζαρίδης. Κιζικ: μετά τις εκτοπίσεις όσοι διασώθηκαν εγκατασταθήκαν στο Ριζό Σκύδρας, το Γιαννακοχώρι της Νάουσας και το Μεσοβουνο Κοζάνης ενώ στα Σεβαστειανα εγκαταστάθηκε μια οικογένεια με το επίθετο Τερζιδης. Ιν-Ονου: μετά την ανταλλαγή στα Σεβαστειανά εγκαταστάθηκαν οι οικογένειες με τα επίθετα Αλεξανδρίδης, Ουφαίδης. Από την περιοχή του Μερτσιαντ Κουμπαν Ρωσίας εγκαταστάθηκαν οι οικογένειες Παπαπαδόπουλος, Τομπουλίδης, Φωστηρόπουλος. Από χωριά της περιοχής Πάφρας του Πόντου ήρθαν οικογένειες με τα επίθετα Κοτσαβασίλογλου, Αποστόλου, Δημητριάδης, Καλαιτζόγλου, Καζίζογλου, Κωνσταντινίδη, Ισαάκογλου, Τουρούτογλου, Πετρίδης. Από την περιοχή της Σμύρνης είναι οι οικογένειες με τα επίθετα Ξιντάρης Ασβεστάς, Κολοβός, Πατες, Ταμίας, Κερενκιώτης.
Μετά την εγκατάσταση τους στα Σεβαστειανά οι πρόσφυγες μετέφεραν τις ασχολίες τους όπως τις ήξεραν στη χαμένη πατρίδα, γεωργία, κτηνοτροφία καθώς και η τέχνη της πέτρας. Σήμερα έχει πληθυσμό 1800 κατοίκους που η σύγχρονη ασχολία τους είναι οι σύγχρονες δενδροκαλλιέργειες, ωστόσο υπάρχει και ένα ποσοστό του πληθυσμού(5,2%) που ασχολείται στη βιομηχανία-βιοτεχνία.